ΦΡΑΓΚΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ

Ὅλες οἱ προσβάσεις στὶς ἀκτές μας κλείσανε,
μὲ ἐπιγραφὲς καὶ μὲ πινακίδες
μόνο γι’ ἀλλοδαποὺς τὶς προορίσανε.

Πᾶς νὰ πιεῖς καφέ,
κόφη λένε τὰ γκαρσόνια
καὶ κοιτᾶς στὸν οὐρανὸ
πῶς λαλοῦν τ’ ἀηδόνια.

Πράϊβετ ἐδῶ, πράϊβετ ἐκεῖ,
πόρτες ἀπὸ δῶ, φράκτες ἀπὸ ἐκεῖ.

ΓΙΑΤΙ ΠΟΥΛΗΣΕΣ ΤΟ ΚΤΗΜΑ;

Γιατί πούλησες τὸ κτῆμα;
Ἂχ ρὲ πατριωτάκι, 
τ’ ἀγροκτηματάκι
γιατί τὸ πούλησες;

Ἐκεῖ στὸ κορφοβούνι
δίπλα στὸ ρεματάκι
μὲ τὸ κρύο νεράκι
πῶς τὸ τόλμησες;

Καὶ τό ’δωσες καὶ ξένου,
ποὺ σὲ ξεφτίλισε,
γιὰ ἕνα μάτσο μάρκα
τοῦ τὸ ξεπούλησες!

ΚΟΤΟΠΟΥΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΒΟΣΚΗΣ

Κοτόπουλα ἐλευθέρας βοσκῆς
καταντήσαμε,
στὸν τόπο μας μέσα
στὰ συρματοπλέγματα μᾶς κλείσανε.

Μπορεῖ νά ’ν μακρυὰ τὰ σύρματα

καὶ νὰ μὴ φαίνονται
ἢ ἄλλο μάτι νὰ χρειάζεσαι
γιὰ νὰ τὰ δεῖς.